- καπηλεύεται
- καπηλεύωto be a retail-dealerpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακαπήλευτος — η, ο (Α ἀκαπήλευτος, ον) [καπηλεύω] νεοελλ. αυτός που δεν έχει γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης, που δεν τόν έχουν καπηλευθεί ανέντιμα αρχ. μσν. 1. απαλλαγμένος από αισχροκέρδεια 2. αυτός που δεν καπηλεύεται κάτι, ειλικρινής, άδολος «ἀκαπήλευτον… … Dictionary of Greek
θεοκάπηλος — η ο (AM θεοκάπηλος, ον) αυτός που καπηλεύεται, που εκμεταλλεύεται το όνομα τού θεού ή τα θεία, αποκομίζοντας με άνομο τρόπο προσωπικά κέρδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κάπηλος] … Dictionary of Greek
καπηλεύω — (Α καπηλεύω) [κάπηλος] νεοελλ. (το μέσ.) καπηλεύομαι α) κάνω εμπόριο β) εκμεταλλεύομαι μια ιδέα ή ένα ιδεώδες για ιδιοτελή σκοπό («καπηλεύεται τα θεία») αρχ. 1. κάνω εμπόριο 2. πουλάω κάτι 3. επιζητώ να επωφεληθώ από κάτι («ὡς οἱ πολλοὶ… … Dictionary of Greek
ουρανοπράτης — οὐρανοπράτης, ὁ (Μ) αυτός που καπηλεύεται τα θεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + πράτης (< πιπράσκω «πουλώ»)] … Dictionary of Greek
πατριδοκάπηλος — ο αυτός που καπηλεύεται, που εκμεταλλεύεται την ιδέα τής πατρίδας, που υποκρίνεται τον πατριώτη, τον φιλόπατρι, και στο όνομα τής πατρίδας επιδιώκει την ικανοποίηση ατομικών συμφερόντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατρίδα + κάπηλος (πρβλ. αρχαιο κάπηλος). Η λ … Dictionary of Greek
καπηλεύομαι — καπηλεύτηκα, καπηλευμένος, σε χρήση μόνο το μέσο, που σημαίνει εκμεταλλεύομαι για ωφέλειά μου κάποιο ιδανικό: Καπηλεύεται τα θεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πατριδοκάπηλος — ο αυτός που εκμεταλλεύεται (καπηλεύεται) την ιδέα της πατρίδας για δική του ωφέλεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολεμοκάπηλος — η, ο αυτός που εκμεταλλεύεται (καπηλεύεται) τον πόλεμο για να κερδίσει οικονομικά οφέλη, ο έμπορος του πολέμου: Οι πολεμοκάπηλοι και θέλουν και επιδιώκουν τον πόλεμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)